Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀειθαλής
ἀειθανής
ἀειθερής
ἀείθουρος
ἀειθρύλητος
ἀείκαρπος
ἀεικείη
ἀεικέλιος
ἀεικής
ἀεικία
ἀεικίζω
ἀεικινησία
ἀεικίνητος
ἀείκλαυτος
ἀείκωμος
ἀείλαλος
ἀειλαμπής
ἀείλλω
ἀειλογέω
ἀειλογία
ἄειλος
View word page
ἀεικίζω
to treat unseemly, injure, abuse

ShortDef

to treat unseemly, injure, abuse

Debugging

Headword:
ἀεικίζω
Headword (normalized):
ἀεικίζω
Headword (normalized/stripped):
αεικιζω
IDX:
1393
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-1394
Key:

Data

{'content': 'to treat unseemly, injure, abuse'}