Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀρχιλῃστής
Ἀρχιλόχειος
Ἀρχίλοχος
ἀρχιμάγειρος
ἀρχίμαγος
ἀρχιμανδρίτης
ἀρχιμάχιμος
ἀρχιμηχανικός
ἀρχίμιμος
ἀρχιμύστης
ἀρχινακορέω
ἀρχιναυφύλαξ
ἀρχινεανίσκος
ἀρχινεωκόρος
ἀρχινεωποιός
ἀρχινυκτοφύλαξ
ἀρχιοινοχοεία
ἀρχιοινοχόος
ἀρχιονηλάτης
ἀρχιπαραφύλαξ
ἀρχιπάρθενος
View word page
ἀρχινακορέω
to be chief of νακόροι ( = νεωκόροι)

ShortDef

to be chief of νακόροι ( = νεωκόροι)

Debugging

Headword:
ἀρχινακορέω
Headword (normalized):
ἀρχινακορέω
Headword (normalized/stripped):
αρχινακορεω
IDX:
13936
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-13937
Key:

Data

{'content': 'to be chief of νακόροι ( = νεωκόροι)'}