Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀρχικυβερνήτης
ἀρχικυνηγός
ἀρχιλῃστής
Ἀρχιλόχειος
Ἀρχίλοχος
ἀρχιμάγειρος
ἀρχίμαγος
ἀρχιμανδρίτης
ἀρχιμάχιμος
ἀρχιμηχανικός
ἀρχίμιμος
ἀρχιμύστης
ἀρχινακορέω
ἀρχιναυφύλαξ
ἀρχινεανίσκος
ἀρχινεωκόρος
ἀρχινεωποιός
ἀρχινυκτοφύλαξ
ἀρχιοινοχοεία
ἀρχιοινοχόος
ἀρχιονηλάτης
View word page
ἀρχίμιμος
a chief comedian

ShortDef

a chief comedian

Debugging

Headword:
ἀρχίμιμος
Headword (normalized):
ἀρχίμιμος
Headword (normalized/stripped):
αρχιμιμος
IDX:
13934
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-13935
Key:

Data

{'content': 'a chief comedian'}