Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀρχικός
ἀρχικυβερνήτης
ἀρχικυνηγός
ἀρχιλῃστής
Ἀρχιλόχειος
Ἀρχίλοχος
ἀρχιμάγειρος
ἀρχίμαγος
ἀρχιμανδρίτης
ἀρχιμάχιμος
ἀρχιμηχανικός
ἀρχίμιμος
ἀρχιμύστης
ἀρχινακορέω
ἀρχιναυφύλαξ
ἀρχινεανίσκος
ἀρχινεωκόρος
ἀρχινεωποιός
ἀρχινυκτοφύλαξ
ἀρχιοινοχοεία
ἀρχιοινοχόος
View word page
ἀρχιμηχανικός
chief engineer

ShortDef

chief engineer

Debugging

Headword:
ἀρχιμηχανικός
Headword (normalized):
ἀρχιμηχανικός
Headword (normalized/stripped):
αρχιμηχανικος
IDX:
13933
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-13934
Key:

Data

{'content': 'chief engineer'}