Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀρχικοιτωνίτης
ἀρχικός
ἀρχικυβερνήτης
ἀρχικυνηγός
ἀρχιλῃστής
Ἀρχιλόχειος
Ἀρχίλοχος
ἀρχιμάγειρος
ἀρχίμαγος
ἀρχιμανδρίτης
ἀρχιμάχιμος
ἀρχιμηχανικός
ἀρχίμιμος
ἀρχιμύστης
ἀρχινακορέω
ἀρχιναυφύλαξ
ἀρχινεανίσκος
ἀρχινεωκόρος
ἀρχινεωποιός
ἀρχινυκτοφύλαξ
ἀρχιοινοχοεία
View word page
ἀρχιμάχιμος
officer of native Egyptian troops

ShortDef

officer of native Egyptian troops

Debugging

Headword:
ἀρχιμάχιμος
Headword (normalized):
ἀρχιμάχιμος
Headword (normalized/stripped):
αρχιμαχιμος
IDX:
13932
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-13933
Key:

Data

{'content': 'officer of native Egyptian troops'}