Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀρχίκλωψ
ἀρχικοιτωνίτης
ἀρχικός
ἀρχικυβερνήτης
ἀρχικυνηγός
ἀρχιλῃστής
Ἀρχιλόχειος
Ἀρχίλοχος
ἀρχιμάγειρος
ἀρχίμαγος
ἀρχιμανδρίτης
ἀρχιμάχιμος
ἀρχιμηχανικός
ἀρχίμιμος
ἀρχιμύστης
ἀρχινακορέω
ἀρχιναυφύλαξ
ἀρχινεανίσκος
ἀρχινεωκόρος
ἀρχινεωποιός
ἀρχινυκτοφύλαξ
View word page
ἀρχιμανδρίτης
chief of a μάνδρα, abbot

ShortDef

chief of a μάνδρα, abbot

Debugging

Headword:
ἀρχιμανδρίτης
Headword (normalized):
ἀρχιμανδρίτης
Headword (normalized/stripped):
αρχιμανδριτης
IDX:
13931
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-13932
Key:

Data

{'content': 'chief of a μάνδρα, abbot'}