Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀείζωος
ἀείζωτος
ἀειζώων
ἀειθαλής
ἀειθανής
ἀειθερής
ἀείθουρος
ἀειθρύλητος
ἀείκαρπος
ἀεικείη
ἀεικέλιος
ἀεικής
ἀεικία
ἀεικίζω
ἀεικινησία
ἀεικίνητος
ἀείκλαυτος
ἀείκωμος
ἀείλαλος
ἀειλαμπής
ἀείλλω
View word page
ἀεικέλιος
woeful, ill-favored, disgraceful

ShortDef

woeful, ill-favored, disgraceful

Debugging

Headword:
ἀεικέλιος
Headword (normalized):
ἀεικέλιος
Headword (normalized/stripped):
αεικελιος
IDX:
1390
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-1391
Key:

Data

{'content': 'woeful, ill-favored, disgraceful'}