Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀρχιδικαστεία
ἀρχιδικαστής
ἀρχιδιοικητής
ἀρχίδιον
ἀρχιεπίσκοπος
ἀρχιεράομαι
ἀρχιερατεία
ἀρχιερατεύω
ἀρχιερατικός
ἀρχιέρεια
ἀρχιερεύς
ἀρχιερμηνεύς
ἀρχιεροθυτέω
ἀρχιερωσύνη
ἀρχιεταῖρος
ἀρχιευνοῦχος
ἀρχιζάκορος
ἀρχιζάπφης
ἀρχιθάλασσος
ἀρχιθεωρέω
ἀρχιθεωρία
View word page
ἀρχιερεύς
an arch-priest, chief-priest

ShortDef

an arch-priest, chief-priest

Debugging

Headword:
ἀρχιερεύς
Headword (normalized):
ἀρχιερεύς
Headword (normalized/stripped):
αρχιερευς
IDX:
13900
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-13901
Key:

Data

{'content': 'an arch-priest, chief-priest'}