Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀρχιδιάκονος
ἀρχιδικαστεία
ἀρχιδικαστής
ἀρχιδιοικητής
ἀρχίδιον
ἀρχιεπίσκοπος
ἀρχιεράομαι
ἀρχιερατεία
ἀρχιερατεύω
ἀρχιερατικός
ἀρχιέρεια
ἀρχιερεύς
ἀρχιερμηνεύς
ἀρχιεροθυτέω
ἀρχιερωσύνη
ἀρχιεταῖρος
ἀρχιευνοῦχος
ἀρχιζάκορος
ἀρχιζάπφης
ἀρχιθάλασσος
ἀρχιθεωρέω
View word page
ἀρχιέρεια
chief-priestess
ShortDef
chief-priestess
Debugging
Headword:
ἀρχιέρεια
Headword (normalized):
ἀρχιέρεια
Headword (normalized/stripped):
αρχιερεια
IDX:
13899
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-13900
Key:
Data
{'content': 'chief-priestess'}