Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀρχιδενδροφόρος
ἀρχιδεσμοφύλαξ
ἀρχιδιάκονος
ἀρχιδικαστεία
ἀρχιδικαστής
ἀρχιδιοικητής
ἀρχίδιον
ἀρχιεπίσκοπος
ἀρχιεράομαι
ἀρχιερατεία
ἀρχιερατεύω
ἀρχιερατικός
ἀρχιέρεια
ἀρχιερεύς
ἀρχιερμηνεύς
ἀρχιεροθυτέω
ἀρχιερωσύνη
ἀρχιεταῖρος
ἀρχιευνοῦχος
ἀρχιζάκορος
ἀρχιζάπφης
View word page
ἀρχιερατεύω
to be high-priest

ShortDef

to be high-priest

Debugging

Headword:
ἀρχιερατεύω
Headword (normalized):
ἀρχιερατεύω
Headword (normalized/stripped):
αρχιερατευω
IDX:
13897
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-13898
Key:

Data

{'content': 'to be high-priest'}