Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀρχιδαφνηφορέω
ἀρχιδενδροφόρος
ἀρχιδεσμοφύλαξ
ἀρχιδιάκονος
ἀρχιδικαστεία
ἀρχιδικαστής
ἀρχιδιοικητής
ἀρχίδιον
ἀρχιεπίσκοπος
ἀρχιεράομαι
ἀρχιερατεία
ἀρχιερατεύω
ἀρχιερατικός
ἀρχιέρεια
ἀρχιερεύς
ἀρχιερμηνεύς
ἀρχιεροθυτέω
ἀρχιερωσύνη
ἀρχιεταῖρος
ἀρχιευνοῦχος
ἀρχιζάκορος
View word page
ἀρχιερατεία
pontificatus maximus

ShortDef

pontificatus maximus

Debugging

Headword:
ἀρχιερατεία
Headword (normalized):
ἀρχιερατεία
Headword (normalized/stripped):
αρχιερατεια
IDX:
13896
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-13897
Key:

Data

{'content': 'pontificatus maximus'}