Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Ἀρχίδαμος
ἀρχιδαφνηφορέω
ἀρχιδενδροφόρος
ἀρχιδεσμοφύλαξ
ἀρχιδιάκονος
ἀρχιδικαστεία
ἀρχιδικαστής
ἀρχιδιοικητής
ἀρχίδιον
ἀρχιεπίσκοπος
ἀρχιεράομαι
ἀρχιερατεία
ἀρχιερατεύω
ἀρχιερατικός
ἀρχιέρεια
ἀρχιερεύς
ἀρχιερμηνεύς
ἀρχιεροθυτέω
ἀρχιερωσύνη
ἀρχιεταῖρος
ἀρχιευνοῦχος
View word page
ἀρχιεράομαι
to be high-priest

ShortDef

to be high-priest

Debugging

Headword:
ἀρχιεράομαι
Headword (normalized):
ἀρχιεράομαι
Headword (normalized/stripped):
αρχιεραομαι
IDX:
13895
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-13896
Key:

Data

{'content': 'to be high-priest'}