Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀρχίβουλος
ἀρχίγαλλος
ἀρχιγέρων
ἀρχιγεωργός
ἀρχιγραμματεύς
ἀρχιδαίμων
Ἀρχίδαμος
ἀρχιδαφνηφορέω
ἀρχιδενδροφόρος
ἀρχιδεσμοφύλαξ
ἀρχιδιάκονος
ἀρχιδικαστεία
ἀρχιδικαστής
ἀρχιδιοικητής
ἀρχίδιον
ἀρχιεπίσκοπος
ἀρχιεράομαι
ἀρχιερατεία
ἀρχιερατεύω
ἀρχιερατικός
ἀρχιέρεια
View word page
ἀρχιδιάκονος
chief deacon

ShortDef

chief deacon

Debugging

Headword:
ἀρχιδιάκονος
Headword (normalized):
ἀρχιδιάκονος
Headword (normalized/stripped):
αρχιδιακονος
IDX:
13889
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-13890
Key:

Data

{'content': 'chief deacon'}