Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀειζωία
ἀείζωον
ἀείζωος
ἀείζωτος
ἀειζώων
ἀειθαλής
ἀειθανής
ἀειθερής
ἀείθουρος
ἀειθρύλητος
ἀείκαρπος
ἀεικείη
ἀεικέλιος
ἀεικής
ἀεικία
ἀεικίζω
ἀεικινησία
ἀεικίνητος
ἀείκλαυτος
ἀείκωμος
ἀείλαλος
View word page
ἀείκαρπος
ever fruitbearing

ShortDef

ever fruitbearing

Debugging

Headword:
ἀείκαρπος
Headword (normalized):
ἀείκαρπος
Headword (normalized/stripped):
αεικαρπος
IDX:
1388
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-1389
Key:

Data

{'content': 'ever fruitbearing'}