Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀρχιβούκολος
ἀρχιβουλευτής
ἀρχίβουλος
ἀρχίγαλλος
ἀρχιγέρων
ἀρχιγεωργός
ἀρχιγραμματεύς
ἀρχιδαίμων
Ἀρχίδαμος
ἀρχιδαφνηφορέω
ἀρχιδενδροφόρος
ἀρχιδεσμοφύλαξ
ἀρχιδιάκονος
ἀρχιδικαστεία
ἀρχιδικαστής
ἀρχιδιοικητής
ἀρχίδιον
ἀρχιεπίσκοπος
ἀρχιεράομαι
ἀρχιερατεία
ἀρχιερατεύω
View word page
ἀρχιδενδροφόρος
chief of δενδροφόροι

ShortDef

chief of δενδροφόροι

Debugging

Headword:
ἀρχιδενδροφόρος
Headword (normalized):
ἀρχιδενδροφόρος
Headword (normalized/stripped):
αρχιδενδροφορος
IDX:
13887
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-13888
Key:

Data

{'content': 'chief of δενδροφόροι'}