Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀρχηγός
ἀρχῆθεν
ἀρχηΐα
ἀρχηΐς
ἀρχήν
ἀρχιατρεία
ἀρχιατρός
ἀρχίβακχος
ἀρχιβασσάρα
ἀρχιβδέλλιον
ἀρχιβούκολος
ἀρχιβουλευτής
ἀρχίβουλος
ἀρχίγαλλος
ἀρχιγέρων
ἀρχιγεωργός
ἀρχιγραμματεύς
ἀρχιδαίμων
Ἀρχίδαμος
ἀρχιδαφνηφορέω
ἀρχιδενδροφόρος
View word page
ἀρχιβούκολος
chief herdsman

ShortDef

chief herdsman

Debugging

Headword:
ἀρχιβούκολος
Headword (normalized):
ἀρχιβούκολος
Headword (normalized/stripped):
αρχιβουκολος
IDX:
13877
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-13878
Key:

Data

{'content': 'chief herdsman'}