Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀρχέφηβος
ἀρχεφοδεία
ἀρχέφοδος
ἀρχέχορος
ἀρχή
ἀρχηγενής
ἀρχηγέσια
ἀρχηγετεύω
ἀρχηγετέω
ἀρχηγέτης
ἀρχηγικός
ἀρχηγός
ἀρχῆθεν
ἀρχηΐα
ἀρχηΐς
ἀρχήν
ἀρχιατρεία
ἀρχιατρός
ἀρχίβακχος
ἀρχιβασσάρα
ἀρχιβδέλλιον
View word page
ἀρχηγικός
original, primary, principal

ShortDef

original, primary, principal

Debugging

Headword:
ἀρχηγικός
Headword (normalized):
ἀρχηγικός
Headword (normalized/stripped):
αρχηγικος
IDX:
13866
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-13867
Key:

Data

{'content': 'original, primary, principal'}