Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀείδω
ἀειεστώ
ἀειζωής
ἀειζωία
ἀείζωον
ἀείζωος
ἀείζωτος
ἀειζώων
ἀειθαλής
ἀειθανής
ἀειθερής
ἀείθουρος
ἀειθρύλητος
ἀείκαρπος
ἀεικείη
ἀεικέλιος
ἀεικής
ἀεικία
ἀεικίζω
ἀεικινησία
ἀεικίνητος
View word page
ἀειθερής
always warming

ShortDef

always warming

Debugging

Headword:
ἀειθερής
Headword (normalized):
ἀειθερής
Headword (normalized/stripped):
αειθερης
IDX:
1385
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-1386
Key:

Data

{'content': 'always warming'}