Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
Ἀρχέπολις
ἀρχέπολις
ἀρχεπρόβουλος
Ἀρχεπτόλεμος
ἀρχερανίζω
ἀρχερανιστής
ἀρχεσίμολπος
ἀρχέστατος
ἀρχέτας
ἀρχετυπικῶς
ἀρχέτυπον
ἀρχέτυπος
ἀρχεύω
ἀρχεφηβεύω
ἀρχέφηβος
ἀρχεφοδεία
ἀρχέφοδος
ἀρχέχορος
ἀρχή
ἀρχηγενής
ἀρχηγέσια
View word page
ἀρχέτυπον
an archetype, pattern, model
ShortDef
an archetype, pattern, model
Debugging
Headword:
ἀρχέτυπον
Headword (normalized):
ἀρχέτυπον
Headword (normalized/stripped):
αρχετυπον
IDX:
13852
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-13853
Key:
Data
{'content': 'an archetype, pattern, model'}