Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀρχενόμενα
ἀρχενταφιαστής
ἀρχέπλουτος
Ἀρχέπολις
ἀρχέπολις
ἀρχεπρόβουλος
Ἀρχεπτόλεμος
ἀρχερανίζω
ἀρχερανιστής
ἀρχεσίμολπος
ἀρχέστατος
ἀρχέτας
ἀρχετυπικῶς
ἀρχέτυπον
ἀρχέτυπος
ἀρχεύω
ἀρχεφηβεύω
ἀρχέφηβος
ἀρχεφοδεία
ἀρχέφοδος
ἀρχέχορος
View word page
ἀρχέστατος
most ancient
ShortDef
most ancient
Debugging
Headword:
ἀρχέστατος
Headword (normalized):
ἀρχέστατος
Headword (normalized/stripped):
αρχεστατος
IDX:
13849
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-13850
Key:
Data
{'content': 'most ancient'}