Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀειδουλεία
ἀείδω
ἀειεστώ
ἀειζωής
ἀειζωία
ἀείζωον
ἀείζωος
ἀείζωτος
ἀειζώων
ἀειθαλής
ἀειθανής
ἀειθερής
ἀείθουρος
ἀειθρύλητος
ἀείκαρπος
ἀεικείη
ἀεικέλιος
ἀεικής
ἀεικία
ἀεικίζω
ἀεικινησία
View word page
ἀειθανής
ever-dying, ever fearing death

ShortDef

ever-dying, ever fearing death

Debugging

Headword:
ἀειθανής
Headword (normalized):
ἀειθανής
Headword (normalized/stripped):
αειθανης
IDX:
1384
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-1385
Key:

Data

{'content': 'ever-dying, ever fearing death'}