Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Ἀρχένεως
ἀρχενόμενα
ἀρχενταφιαστής
ἀρχέπλουτος
Ἀρχέπολις
ἀρχέπολις
ἀρχεπρόβουλος
Ἀρχεπτόλεμος
ἀρχερανίζω
ἀρχερανιστής
ἀρχεσίμολπος
ἀρχέστατος
ἀρχέτας
ἀρχετυπικῶς
ἀρχέτυπον
ἀρχέτυπος
ἀρχεύω
ἀρχεφηβεύω
ἀρχέφηβος
ἀρχεφοδεία
ἀρχέφοδος
View word page
ἀρχεσίμολπος
beginning the strain

ShortDef

beginning the strain

Debugging

Headword:
ἀρχεσίμολπος
Headword (normalized):
ἀρχεσίμολπος
Headword (normalized/stripped):
αρχεσιμολπος
IDX:
13848
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-13849
Key:

Data

{'content': 'beginning the strain'}