Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀείδιος
ἀειδουλεία
ἀείδω
ἀειεστώ
ἀειζωής
ἀειζωία
ἀείζωον
ἀείζωος
ἀείζωτος
ἀειζώων
ἀειθαλής
ἀειθανής
ἀειθερής
ἀείθουρος
ἀειθρύλητος
ἀείκαρπος
ἀεικείη
ἀεικέλιος
ἀεικής
ἀεικία
ἀεικίζω
View word page
ἀειθαλής
ever-green
ShortDef
ever-green
Debugging
Headword:
ἀειθαλής
Headword (normalized):
ἀειθαλής
Headword (normalized/stripped):
αειθαλης
IDX:
1383
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-1384
Key:
Data
{'content': 'ever-green'}