Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Ἀρχέδημος
ἀρχεδίκας
ἀρχείνη
ἀρχεῖον
ἀρχειοφύλαξ
ἀρχεῖτις
ἀρχειώτης
ἀρχέκακος
Ἀρχέλαος
ἀρχέλαος
ἀρχελληνοδίκης
Ἀρχέλοχος
ἀρχέμπορος
Ἀρχένεως
ἀρχενόμενα
ἀρχενταφιαστής
ἀρχέπλουτος
Ἀρχέπολις
ἀρχέπολις
ἀρχεπρόβουλος
Ἀρχεπτόλεμος
View word page
ἀρχελληνοδίκης
chief

ShortDef

chief

Debugging

Headword:
ἀρχελληνοδίκης
Headword (normalized):
ἀρχελληνοδίκης
Headword (normalized/stripped):
αρχελληνοδικης
IDX:
13835
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-13836
Key:

Data

{'content': 'chief'}