Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀρχαιρεσιάρχης
ἀρχαϊσμός
ἀρχέβακχος
ἀρχέγονος
ἀρχεδέατρος
Ἀρχέδημος
ἀρχεδίκας
ἀρχείνη
ἀρχεῖον
ἀρχειοφύλαξ
ἀρχεῖτις
ἀρχειώτης
ἀρχέκακος
Ἀρχέλαος
ἀρχέλαος
ἀρχελληνοδίκης
Ἀρχέλοχος
ἀρχέμπορος
Ἀρχένεως
ἀρχενόμενα
ἀρχενταφιαστής
View word page
ἀρχεῖτις
priestess

ShortDef

priestess

Debugging

Headword:
ἀρχεῖτις
Headword (normalized):
ἀρχεῖτις
Headword (normalized/stripped):
αρχειτις
IDX:
13830
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-13831
Key:

Data

{'content': 'priestess'}