Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀρχαιρεσιακός
ἀρχαιρεσιάρχης
ἀρχαϊσμός
ἀρχέβακχος
ἀρχέγονος
ἀρχεδέατρος
Ἀρχέδημος
ἀρχεδίκας
ἀρχείνη
ἀρχεῖον
ἀρχειοφύλαξ
ἀρχεῖτις
ἀρχειώτης
ἀρχέκακος
Ἀρχέλαος
ἀρχέλαος
ἀρχελληνοδίκης
Ἀρχέλοχος
ἀρχέμπορος
Ἀρχένεως
ἀρχενόμενα
View word page
ἀρχειοφύλαξ
keeper of archives

ShortDef

keeper of archives

Debugging

Headword:
ἀρχειοφύλαξ
Headword (normalized):
ἀρχειοφύλαξ
Headword (normalized/stripped):
αρχειοφυλαξ
IDX:
13829
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-13830
Key:

Data

{'content': 'keeper of archives'}