Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀειδίνητος
ἀείδιος
ἀειδουλεία
ἀείδω
ἀειεστώ
ἀειζωής
ἀειζωία
ἀείζωον
ἀείζωος
ἀείζωτος
ἀειζώων
ἀειθαλής
ἀειθανής
ἀειθερής
ἀείθουρος
ἀειθρύλητος
ἀείκαρπος
ἀεικείη
ἀεικέλιος
ἀεικής
ἀεικία
View word page
ἀειζώων
ever-living

ShortDef

ever-living

Debugging

Headword:
ἀειζώων
Headword (normalized):
ἀειζώων
Headword (normalized/stripped):
αειζωων
IDX:
1382
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-1383
Key:

Data

{'content': 'ever-living'}