Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀρχαιρέσια
ἀρχαιρεσία
ἀρχαιρεσιάζω
ἀρχαιρεσιακός
ἀρχαιρεσιάρχης
ἀρχαϊσμός
ἀρχέβακχος
ἀρχέγονος
ἀρχεδέατρος
Ἀρχέδημος
ἀρχεδίκας
ἀρχείνη
ἀρχεῖον
ἀρχειοφύλαξ
ἀρχεῖτις
ἀρχειώτης
ἀρχέκακος
Ἀρχέλαος
ἀρχέλαος
ἀρχελληνοδίκης
Ἀρχέλοχος
View word page
ἀρχεδίκας
first, legitimate possessor

ShortDef

first, legitimate possessor

Debugging

Headword:
ἀρχεδίκας
Headword (normalized):
ἀρχεδίκας
Headword (normalized/stripped):
αρχεδικας
IDX:
13826
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-13827
Key:

Data

{'content': 'first, legitimate possessor'}