Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀρχαιοτροπία
ἀρχαιότροπος
ἀρχαιοφανής
ἀρχαιρέσια
ἀρχαιρεσία
ἀρχαιρεσιάζω
ἀρχαιρεσιακός
ἀρχαιρεσιάρχης
ἀρχαϊσμός
ἀρχέβακχος
ἀρχέγονος
ἀρχεδέατρος
Ἀρχέδημος
ἀρχεδίκας
ἀρχείνη
ἀρχεῖον
ἀρχειοφύλαξ
ἀρχεῖτις
ἀρχειώτης
ἀρχέκακος
Ἀρχέλαος
View word page
ἀρχέγονος
original, primal
ShortDef
original, primal
Debugging
Headword:
ἀρχέγονος
Headword (normalized):
ἀρχέγονος
Headword (normalized/stripped):
αρχεγονος
IDX:
13823
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-13824
Key:
Data
{'content': 'original, primal'}