Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀρχαῖος
ἀρχαιότης
ἀρχαιοτροπία
ἀρχαιότροπος
ἀρχαιοφανής
ἀρχαιρέσια
ἀρχαιρεσία
ἀρχαιρεσιάζω
ἀρχαιρεσιακός
ἀρχαιρεσιάρχης
ἀρχαϊσμός
ἀρχέβακχος
ἀρχέγονος
ἀρχεδέατρος
Ἀρχέδημος
ἀρχεδίκας
ἀρχείνη
ἀρχεῖον
ἀρχειοφύλαξ
ἀρχεῖτις
ἀρχειώτης
View word page
ἀρχαϊσμός
old-world charm

ShortDef

old-world charm

Debugging

Headword:
ἀρχαϊσμός
Headword (normalized):
ἀρχαϊσμός
Headword (normalized/stripped):
αρχαισμος
IDX:
13821
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-13822
Key:

Data

{'content': 'old-world charm'}