Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀειδία
ἀειδίνητος
ἀείδιος
ἀειδουλεία
ἀείδω
ἀειεστώ
ἀειζωής
ἀειζωία
ἀείζωον
ἀείζωος
ἀείζωτος
ἀειζώων
ἀειθαλής
ἀειθανής
ἀειθερής
ἀείθουρος
ἀειθρύλητος
ἀείκαρπος
ἀεικείη
ἀεικέλιος
ἀεικής
View word page
ἀείζωτος
evergirded, aye ready

ShortDef

evergirded, aye ready

Debugging

Headword:
ἀείζωτος
Headword (normalized):
ἀείζωτος
Headword (normalized/stripped):
αειζωτος
IDX:
1381
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-1382
Key:

Data

{'content': 'evergirded, aye ready'}