Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀρχαιόνομος
ἀρχαιόομαι
ἀρχαιοπινής
ἀρχαιόπλουτος
ἀρχαιοπρεπής
ἀρχαῖος
ἀρχαιότης
ἀρχαιοτροπία
ἀρχαιότροπος
ἀρχαιοφανής
ἀρχαιρέσια
ἀρχαιρεσία
ἀρχαιρεσιάζω
ἀρχαιρεσιακός
ἀρχαιρεσιάρχης
ἀρχαϊσμός
ἀρχέβακχος
ἀρχέγονος
ἀρχεδέατρος
Ἀρχέδημος
ἀρχεδίκας
View word page
ἀρχαιρέσια
[ = Lat. comitia]

ShortDef

[ = Lat. comitia]

Debugging

Headword:
ἀρχαιρέσια
Headword (normalized):
ἀρχαιρέσια
Headword (normalized/stripped):
αρχαιρεσια
IDX:
13816
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-13817
Key:

Data

{'content': '[ = Lat. comitia]'}