Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀρχαιομελισιδωνοφρυνιχήρατος
ἀρχαιόνομος
ἀρχαιόομαι
ἀρχαιοπινής
ἀρχαιόπλουτος
ἀρχαιοπρεπής
ἀρχαῖος
ἀρχαιότης
ἀρχαιοτροπία
ἀρχαιότροπος
ἀρχαιοφανής
ἀρχαιρέσια
ἀρχαιρεσία
ἀρχαιρεσιάζω
ἀρχαιρεσιακός
ἀρχαιρεσιάρχης
ἀρχαϊσμός
ἀρχέβακχος
ἀρχέγονος
ἀρχεδέατρος
Ἀρχέδημος
View word page
ἀρχαιοφανής
seeming ancient

ShortDef

seeming ancient

Debugging

Headword:
ἀρχαιοφανής
Headword (normalized):
ἀρχαιοφανής
Headword (normalized/stripped):
αρχαιοφανης
IDX:
13815
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-13816
Key:

Data

{'content': 'seeming ancient'}