Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀρχαιολόγος
ἀρχαιομελισιδωνοφρυνιχήρατος
ἀρχαιόνομος
ἀρχαιόομαι
ἀρχαιοπινής
ἀρχαιόπλουτος
ἀρχαιοπρεπής
ἀρχαῖος
ἀρχαιότης
ἀρχαιοτροπία
ἀρχαιότροπος
ἀρχαιοφανής
ἀρχαιρέσια
ἀρχαιρεσία
ἀρχαιρεσιάζω
ἀρχαιρεσιακός
ἀρχαιρεσιάρχης
ἀρχαϊσμός
ἀρχέβακχος
ἀρχέγονος
ἀρχεδέατρος
View word page
ἀρχαιότροπος
old-fashioned

ShortDef

old-fashioned

Debugging

Headword:
ἀρχαιότροπος
Headword (normalized):
ἀρχαιότροπος
Headword (normalized/stripped):
αρχαιοτροπος
IDX:
13814
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-13815
Key:

Data

{'content': 'old-fashioned'}