Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀρχαιολογία
ἀρχαιολογικός
ἀρχαιολόγος
ἀρχαιομελισιδωνοφρυνιχήρατος
ἀρχαιόνομος
ἀρχαιόομαι
ἀρχαιοπινής
ἀρχαιόπλουτος
ἀρχαιοπρεπής
ἀρχαῖος
ἀρχαιότης
ἀρχαιοτροπία
ἀρχαιότροπος
ἀρχαιοφανής
ἀρχαιρέσια
ἀρχαιρεσία
ἀρχαιρεσιάζω
ἀρχαιρεσιακός
ἀρχαιρεσιάρχης
ἀρχαϊσμός
ἀρχέβακχος
View word page
ἀρχαιότης
antiquity, old-fashionedness
ShortDef
antiquity, old-fashionedness
Debugging
Headword:
ἀρχαιότης
Headword (normalized):
ἀρχαιότης
Headword (normalized/stripped):
αρχαιοτης
IDX:
13812
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-13813
Key:
Data
{'content': 'antiquity, old-fashionedness'}