Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀρχαιολογέω
ἀρχαιολογία
ἀρχαιολογικός
ἀρχαιολόγος
ἀρχαιομελισιδωνοφρυνιχήρατος
ἀρχαιόνομος
ἀρχαιόομαι
ἀρχαιοπινής
ἀρχαιόπλουτος
ἀρχαιοπρεπής
ἀρχαῖος
ἀρχαιότης
ἀρχαιοτροπία
ἀρχαιότροπος
ἀρχαιοφανής
ἀρχαιρέσια
ἀρχαιρεσία
ἀρχαιρεσιάζω
ἀρχαιρεσιακός
ἀρχαιρεσιάρχης
ἀρχαϊσμός
View word page
ἀρχαῖος
from the beginning

ShortDef

from the beginning

Debugging

Headword:
ἀρχαῖος
Headword (normalized):
ἀρχαῖος
Headword (normalized/stripped):
αρχαιος
IDX:
13811
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-13812
Key:

Data

{'content': 'from the beginning'}