Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀρχαιοειδής
ἀρχαιολογέω
ἀρχαιολογία
ἀρχαιολογικός
ἀρχαιολόγος
ἀρχαιομελισιδωνοφρυνιχήρατος
ἀρχαιόνομος
ἀρχαιόομαι
ἀρχαιοπινής
ἀρχαιόπλουτος
ἀρχαιοπρεπής
ἀρχαῖος
ἀρχαιότης
ἀρχαιοτροπία
ἀρχαιότροπος
ἀρχαιοφανής
ἀρχαιρέσια
ἀρχαιρεσία
ἀρχαιρεσιάζω
ἀρχαιρεσιακός
ἀρχαιρεσιάρχης
View word page
ἀρχαιοπρεπής
distinguished from olden time, time-honoured

ShortDef

distinguished from olden time, time-honoured

Debugging

Headword:
ἀρχαιοπρεπής
Headword (normalized):
ἀρχαιοπρεπής
Headword (normalized/stripped):
αρχαιοπρεπης
IDX:
13810
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-13811
Key:

Data

{'content': 'distinguished from olden time, time-honoured'}