Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀρχαιογράφος
ἀρχαιοειδής
ἀρχαιολογέω
ἀρχαιολογία
ἀρχαιολογικός
ἀρχαιολόγος
ἀρχαιομελισιδωνοφρυνιχήρατος
ἀρχαιόνομος
ἀρχαιόομαι
ἀρχαιοπινής
ἀρχαιόπλουτος
ἀρχαιοπρεπής
ἀρχαῖος
ἀρχαιότης
ἀρχαιοτροπία
ἀρχαιότροπος
ἀρχαιοφανής
ἀρχαιρέσια
ἀρχαιρεσία
ἀρχαιρεσιάζω
ἀρχαιρεσιακός
View word page
ἀρχαιόπλουτος
rich from olden time, of old hereditary wealth

ShortDef

rich from olden time, of old hereditary wealth

Debugging

Headword:
ἀρχαιόπλουτος
Headword (normalized):
ἀρχαιόπλουτος
Headword (normalized/stripped):
αρχαιοπλουτος
IDX:
13809
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-13810
Key:

Data

{'content': 'rich from olden time, of old hereditary wealth'}