Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀειδής
ἀειδία
ἀειδίνητος
ἀείδιος
ἀειδουλεία
ἀείδω
ἀειεστώ
ἀειζωής
ἀειζωία
ἀείζωον
ἀείζωος
ἀείζωτος
ἀειζώων
ἀειθαλής
ἀειθανής
ἀειθερής
ἀείθουρος
ἀειθρύλητος
ἀείκαρπος
ἀεικείη
ἀεικέλιος
View word page
ἀείζωος
ever-living, everlasting

ShortDef

ever-living, everlasting

Debugging

Headword:
ἀείζωος
Headword (normalized):
ἀείζωος
Headword (normalized/stripped):
αειζωος
IDX:
1380
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-1381
Key:

Data

{'content': 'ever-living, everlasting'}