Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀρχαιόγονος
ἀρχαιογράφος
ἀρχαιοειδής
ἀρχαιολογέω
ἀρχαιολογία
ἀρχαιολογικός
ἀρχαιολόγος
ἀρχαιομελισιδωνοφρυνιχήρατος
ἀρχαιόνομος
ἀρχαιόομαι
ἀρχαιοπινής
ἀρχαιόπλουτος
ἀρχαιοπρεπής
ἀρχαῖος
ἀρχαιότης
ἀρχαιοτροπία
ἀρχαιότροπος
ἀρχαιοφανής
ἀρχαιρέσια
ἀρχαιρεσία
ἀρχαιρεσιάζω
View word page
ἀρχαιοπινής
with the patina of antiquity
ShortDef
with the patina of antiquity
Debugging
Headword:
ἀρχαιοπινής
Headword (normalized):
ἀρχαιοπινής
Headword (normalized/stripped):
αρχαιοπινης
IDX:
13808
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-13809
Key:
Data
{'content': 'with the patina of antiquity'}