Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀρχαιογονία
ἀρχαιόγονος
ἀρχαιογράφος
ἀρχαιοειδής
ἀρχαιολογέω
ἀρχαιολογία
ἀρχαιολογικός
ἀρχαιολόγος
ἀρχαιομελισιδωνοφρυνιχήρατος
ἀρχαιόνομος
ἀρχαιόομαι
ἀρχαιοπινής
ἀρχαιόπλουτος
ἀρχαιοπρεπής
ἀρχαῖος
ἀρχαιότης
ἀρχαιοτροπία
ἀρχαιότροπος
ἀρχαιοφανής
ἀρχαιρέσια
ἀρχαιρεσία
View word page
ἀρχαιόομαι
become ancient

ShortDef

become ancient

Debugging

Headword:
ἀρχαιόομαι
Headword (normalized):
ἀρχαιόομαι
Headword (normalized/stripped):
αρχαιοομαι
IDX:
13807
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-13808
Key:

Data

{'content': 'become ancient'}