Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀρχαϊκός
ἀρχαιογονία
ἀρχαιόγονος
ἀρχαιογράφος
ἀρχαιοειδής
ἀρχαιολογέω
ἀρχαιολογία
ἀρχαιολογικός
ἀρχαιολόγος
ἀρχαιομελισιδωνοφρυνιχήρατος
ἀρχαιόνομος
ἀρχαιόομαι
ἀρχαιοπινής
ἀρχαιόπλουτος
ἀρχαιοπρεπής
ἀρχαῖος
ἀρχαιότης
ἀρχαιοτροπία
ἀρχαιότροπος
ἀρχαιοφανής
ἀρχαιρέσια
View word page
ἀρχαιόνομος
old-fashioned
ShortDef
old-fashioned
Debugging
Headword:
ἀρχαιόνομος
Headword (normalized):
ἀρχαιόνομος
Headword (normalized/stripped):
αρχαιονομος
IDX:
13806
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-13807
Key:
Data
{'content': 'old-fashioned'}