Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀρχαγέτας
ἀρχαΐζω
ἀρχαϊκός
ἀρχαιογονία
ἀρχαιόγονος
ἀρχαιογράφος
ἀρχαιοειδής
ἀρχαιολογέω
ἀρχαιολογία
ἀρχαιολογικός
ἀρχαιολόγος
ἀρχαιομελισιδωνοφρυνιχήρατος
ἀρχαιόνομος
ἀρχαιόομαι
ἀρχαιοπινής
ἀρχαιόπλουτος
ἀρχαιοπρεπής
ἀρχαῖος
ἀρχαιότης
ἀρχαιοτροπία
ἀρχαιότροπος
View word page
ἀρχαιολόγος
an antiquary
ShortDef
an antiquary
Debugging
Headword:
ἀρχαιολόγος
Headword (normalized):
ἀρχαιολόγος
Headword (normalized/stripped):
αρχαιολογος
IDX:
13804
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-13805
Key:
Data
{'content': 'an antiquary'}