Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀρύω2
ἄρφα
ἀρχά
ἀρχάγγελος
ἀρχαγέτας
ἀρχαΐζω
ἀρχαϊκός
ἀρχαιογονία
ἀρχαιόγονος
ἀρχαιογράφος
ἀρχαιοειδής
ἀρχαιολογέω
ἀρχαιολογία
ἀρχαιολογικός
ἀρχαιολόγος
ἀρχαιομελισιδωνοφρυνιχήρατος
ἀρχαιόνομος
ἀρχαιόομαι
ἀρχαιοπινής
ἀρχαιόπλουτος
ἀρχαιοπρεπής
View word page
ἀρχαιοειδής
old-fashioned, archaic

ShortDef

old-fashioned, archaic

Debugging

Headword:
ἀρχαιοειδής
Headword (normalized):
ἀρχαιοειδής
Headword (normalized/stripped):
αρχαιοειδης
IDX:
13800
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-13801
Key:

Data

{'content': 'old-fashioned, archaic'}