Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀρυτήσιμος
ἀρυτός
ἀρύω
ἀρύω2
ἄρφα
ἀρχά
ἀρχάγγελος
ἀρχαγέτας
ἀρχαΐζω
ἀρχαϊκός
ἀρχαιογονία
ἀρχαιόγονος
ἀρχαιογράφος
ἀρχαιοειδής
ἀρχαιολογέω
ἀρχαιολογία
ἀρχαιολογικός
ἀρχαιολόγος
ἀρχαιομελισιδωνοφρυνιχήρατος
ἀρχαιόνομος
ἀρχαιόομαι
View word page
ἀρχαιογονία
origin

ShortDef

origin

Debugging

Headword:
ἀρχαιογονία
Headword (normalized):
ἀρχαιογονία
Headword (normalized/stripped):
αρχαιογονια
IDX:
13797
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-13798
Key:

Data

{'content': 'origin'}