Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀρυτήρ
ἀρυτήσιμος
ἀρυτός
ἀρύω
ἀρύω2
ἄρφα
ἀρχά
ἀρχάγγελος
ἀρχαγέτας
ἀρχαΐζω
ἀρχαϊκός
ἀρχαιογονία
ἀρχαιόγονος
ἀρχαιογράφος
ἀρχαιοειδής
ἀρχαιολογέω
ἀρχαιολογία
ἀρχαιολογικός
ἀρχαιολόγος
ἀρχαιομελισιδωνοφρυνιχήρατος
ἀρχαιόνομος
View word page
ἀρχαϊκός
old-fashioned, antiquated, primitive
ShortDef
old-fashioned, antiquated, primitive
Debugging
Headword:
ἀρχαϊκός
Headword (normalized):
ἀρχαϊκός
Headword (normalized/stripped):
αρχαικος
IDX:
13796
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-13797
Key:
Data
{'content': 'old-fashioned, antiquated, primitive'}