Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀρυταινοειδής
ἀρυτήρ
ἀρυτήσιμος
ἀρυτός
ἀρύω
ἀρύω2
ἄρφα
ἀρχά
ἀρχάγγελος
ἀρχαγέτας
ἀρχαΐζω
ἀρχαϊκός
ἀρχαιογονία
ἀρχαιόγονος
ἀρχαιογράφος
ἀρχαιοειδής
ἀρχαιολογέω
ἀρχαιολογία
ἀρχαιολογικός
ἀρχαιολόγος
ἀρχαιομελισιδωνοφρυνιχήρατος
View word page
ἀρχαΐζω
to be old-fashioned, copy the ancients
ShortDef
to be old-fashioned, copy the ancients
Debugging
Headword:
ἀρχαΐζω
Headword (normalized):
ἀρχαΐζω
Headword (normalized/stripped):
αρχαιζω
IDX:
13795
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-13796
Key:
Data
{'content': 'to be old-fashioned, copy the ancients'}