Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀρύσσομαι
ἀρυστήρ
ἀρυστικός
ἄρυστις
ἀρύστιχος
ἀρύταινα
ἀρυταινοειδής
ἀρυτήρ
ἀρυτήσιμος
ἀρυτός
ἀρύω
ἀρύω2
ἄρφα
ἀρχά
ἀρχάγγελος
ἀρχαγέτας
ἀρχαΐζω
ἀρχαϊκός
ἀρχαιογονία
ἀρχαιόγονος
ἀρχαιογράφος
View word page
ἀρύω
to draw

ShortDef

to draw
[lexical cite]

Debugging

Headword:
ἀρύω
Headword (normalized):
ἀρύω
Headword (normalized/stripped):
αρυω
IDX:
13789
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-13790
Key:

Data

{'content': 'to draw'}