Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀειδάκρυτος
ἀείδασμος
ἀείδελος
ἀειδής
ἀειδία
ἀειδίνητος
ἀείδιος
ἀειδουλεία
ἀείδω
ἀειεστώ
ἀειζωής
ἀειζωία
ἀείζωον
ἀείζωος
ἀείζωτος
ἀειζώων
ἀειθαλής
ἀειθανής
ἀειθερής
ἀείθουρος
ἀειθρύλητος
View word page
ἀειζωής
everliving
ShortDef
everliving
Debugging
Headword:
ἀειζωής
Headword (normalized):
ἀειζωής
Headword (normalized/stripped):
αειζωης
IDX:
1377
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-1378
Key:
Data
{'content': 'everliving'}