Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀρτυματώδης
ἀρτύνας
ἀρτύνω
ἀρτυσία
ἀρτυσίλαος
ἄρτυσις
ἀρτυτήρ
ἀρτυτικός
ἀρτυτός
ἀρτύω
ἄρυα
ἀρύβαλλος
Ἀρύβας
ἀρύπαρος
ἀρυσαῖα
ἀρύσιμος
ἄρυσος
ἀρύσσομαι
ἀρυστήρ
ἀρυστικός
ἄρυστις
View word page
ἄρυα
walnuts

ShortDef

walnuts

Debugging

Headword:
ἄρυα
Headword (normalized):
ἄρυα
Headword (normalized/stripped):
αρυα
IDX:
13772
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-13773
Key:

Data

{'content': 'walnuts'}